- πληθύνομαι
- πληθύ̱νομαι , πληθύνωincreaseaor subj mid 1st sg (epic)πληθύ̱νομαι , πληθύνωincreasepres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πληθύνω — ΝΜΑ 1. πληθαίνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνω κάτι ως προς τον αριθμό 2. (αμτβ.) αυξάνομαι, πολλαπλασιάζομαι (α. «οι στάνες να πληθύνουν» β. «ἐπλήθυνεν ὁ λαὸς καὶ ἴσχυε σφόδρα», ΠΔ) 3. μέσ. πληθύνομαι αυξάνομαι (α. «πληθύνονται τα προβλήματα» β.… … Dictionary of Greek
πληθύς — ύος, ἡ, ΜΑ πλήθος, μεγάλος αριθμός ανθρώπων ή πραγμάτων, πληθώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. πλῆθος και έχει πιθ. σχηματιστεί από το ρ. πληθύνομαι, αν δεχθούμε ότι αυτό παράγεται απευθείας από το πλῆθος (βλ. πληθύνω)] … Dictionary of Greek
πληθύω — ΜΑ είμαι ή γίνομαι πλήρης, είμαι γεμάτος ή γεμίζω με κάτι (α. «νεκρῶν... πληθύει πέδον», Ευρ. β. «ἡ τοῡ γάλακτος πληθύουσα τροφή», Αριστοτ. γ. «ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων πληθύων», επιγρ.) αρχ. 1. αυξάνομαι ως προς τον αριθμό («πληθύοντος ἠμῶν τοῡ… … Dictionary of Greek
πολλύνομαι — Α (κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο) τού πολύς + ρημ. κατάλ. ύνω / ύνομαι (πρβλ. μηκ ύνομαι, πληθ ύνομαι)] … Dictionary of Greek
ՅԱՃԱԽԵՄ — (եցի.) NBH 2 0318 Chronological Sequence: Early classical, 10c ն. πληθύνω, πλεονάζω, ἑπιτείνω multiplico, abundare facio, amplifico πλατύνω dilato. Բազմացուցանել. աճեցուցանել. յաւելուլ. ստէպ երկրորդել. հանապազորդել. յերկարել. ... *Բերան քո… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
επαυξάνω — επαύξησα, επαυξήθηκα, επαυξημένος 1. μτβ., αυξάνω κάτι πιο πολύ σε μέγεθος ή σε ποσότητα, προσαυξάνω, αβγατίζω: Επαυξήθηκαν οι φόροι. 2. αμτβ., επαυξάνομαι, γίνομαι ακόμη μεγαλύτερος ή περισσότερος, πληθύνομαι: Με το γάμο επαυξάνουν οι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)